Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το κέφι

  • 1 веселье

    веселье с το γλέντι, το κέφι
    * * *
    с
    το γλέντι, το κέφι

    Русско-греческий словарь > веселье

  • 2 дух

    дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου
    * * *
    м
    1) ( сущность) το πνεύμα

    в духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής

    2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοή

    перевести́ дух — παίρνω ανάσα

    3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)

    быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση

    подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος

    пасть духомχάνω το θάρρος μου

    Русско-греческий словарь > дух

  • 3 настроение

    настроение с η διάθεση, το κέφι
    * * *
    с
    η διάθεση, το κέφι

    Русско-греческий словарь > настроение

  • 4 самочувствие

    самочувствие с η διάθεση, το κέφι· как ваше \самочувствие? πώς είστε;
    * * *
    с
    η διάθεση, το κέφι

    как ва́ше самочу́вствие? — πώς είστε

    Русско-греческий словарь > самочувствие

  • 5 навеселе

    навеселе
    нареч στό κέφι:
    быть \навеселе εἶμαι στό κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > навеселе

  • 6 настроение

    настроен||ие
    с ἡ διάθεση [-ις], τό κέφι, ἡ δρεξη [-ις]:
    быть в хорошем \настроениеии εἶμαι εὐδιάθετος, εἶμαι στά κέφια μου, εἶμαι στίς καλές μου· быть в дурном \настроениеии δέν ἔχω διάθεση, εἶμαι ἄκεφος, εἶμαι ἄθυμος, δέν ἔχω κέφι· у меня нет \настроениеия δέν ἔχω διάθεση, δέν ἔχω ὀρεξη· ◊ \настроение умов ἡ κατάσταση των πνευμάτων.

    Русско-новогреческий словарь > настроение

  • 7 расположение

    расположен||ие
    с
    1. (действие) ἡ τοπο-θέτηση [-ις]:
    \расположение лагерем воен. ἡ στρατοπέ-δευση [-ις], ὁ καταυλισμός·
    2. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ἡ τοποθεσία:
    \расположение са́да ἡ θέση τοῦ κήπου·
    3. воен. (район размещения войск) ἡ διάταξη:
    проникнуть в \расположение противника είσχωρώ στή διάταξη τοῦ ἐχθροῦ·
    4. (порядок размещения) ἡ σειρά, ἡ διάταξη:
    \расположение комнат ἡ διάταξη των δωματίων \расположение месторождений геол. ἡ διάταξη τῶν κοιτασμάτων
    5. (симпатия) ἡ εὔνοια, ἡ συμπάθεια:
    чувствовать κ кому-л, \расположение αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον пользоваться чьйм-л, \расположениеием ἔχω τήν εὔνοια κάποιου·
    6. (наклонность) ἡ προδιαθεση [-ιςϊ ◊ быть в хорошем \расположениеии ду́ха ἔχω κέφι, ἔχω διάθεση· быть в плохом \расположениеии ду́ха δέν ἔχω κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > расположение

  • 8 развеселить

    ρ.σ.μ. φαιδρύνω, ιλαρύνω, δίνω κέφι, ευθυμία, χαρά.
    φαιδρύνομαι, ευθυμώ, έχω κέφι.

    Большой русско-греческий словарь > развеселить

  • 9 бодро

    бодро
    нареч ζωηρά, θαρραλέα/ μέ ζωντάνια, μέ κέφι (с живостью).

    Русско-новогреческий словарь > бодро

  • 10 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 11 весело

    весело
    1. нареч εὐθυμα, χαρούμενα, διασκεδαστικά·
    2. предик безл:
    мне было \весело» διασκέδασα, ἐκανα κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > весело

  • 12 веселость

    весел||ость
    ж ἡ εὐθυμία, τό κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > веселость

  • 13 веселый

    весел||ый
    прил εὔθυμος, κεφάτος, χαρούμενος/ διασκεδαστικός (занятный):
    \веселыйая жизнь ἡ ἐΰθυμη ζωή· \веселыйое настроение τό κέφι· \веселыйые глаза τά γελαστά μάτια· \веселыйый спектакль ἡ διασκεδαστική παράσταση.

    Русско-новогреческий словарь > веселый

  • 14 веселье

    весель||е
    с ἡ εὐθυμία, τό κέφι, ἡ δια-σκέδαση [-ις], τό γλέντι:
    шумное \веселье τό τρικούβερτο γλέντι.

    Русско-новогреческий словарь > веселье

  • 15 взвод

    взвод I
    м (воен. подразделение) ἡ διμοιρία:
    кавалерийский \взвод ὁ οὐλαμός ίππι-κοδ.
    взвод II
    м (в оружии) ἡ ἐγκοπή:
    предохранительный \взвод τό ἀσφάλιστρο[ν] ὀπλου· на боевом \взводе ἐπί σκοπόν ◊ быть на \взводе а) (навеселе) τά ἔχω τσού-ξει, εἶμαι στό κέφι, б) (на пределе) εἶμαι ἔτοιμος νά ξεσπάσω.

    Русско-новогреческий словарь > взвод

  • 16 загрустить

    загрустить
    сов χάνω τό κέφι μου, μελαγχολώ.

    Русско-новогреческий словарь > загрустить

  • 17 квинта

    квинт||а
    ж муз. ἡ πέμπτη, ἡ διά πέντε· ◊ повесить нос на \квинтау разг χάνω τό κέφι μου.

    Русско-новогреческий словарь > квинта

  • 18 киснуть

    киснуть
    несов
    1. ξινίζω, γίνομαι ξινός· 2· перен разг χάνω τό κέφι μου.

    Русско-новогреческий словарь > киснуть

  • 19 охмелет

    охмелет
    сов ἔρχομαι στό κέφι, μκυαω ἐλαφρό.

    Русско-новогреческий словарь > охмелет

  • 20 повеселеть

    повеселеть
    сов γίνομαι εὔθυμος, εὐθυ-μῶ, κάνω κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > повеселеть

См. также в других словарях:

  • κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» …   Dictionary of Greek

  • κέφι — το (λ. τουρκ.), καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη, ευθυμία: Τραγούδησε με πολύ κέφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • άκεφος — η, ο αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κέφι*. ΠΑΡ. ακεφιά] …   Dictionary of Greek

  • κεφάτος — η, ο [κέφι] αυτός που έχει κέφι, καλή διάθεση, ο ευδιάθετος …   Dictionary of Greek

  • Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait …   Wikipédia en Français

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …   Dictionary of Greek

  • αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»